Dictionary of Greek. 2013.
θεώ — θεῶ, όω (ΑΜ) βλ. θεώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Προφανώς < υποτακτ. θεωθώ του παθ. αορ. εθεώθην του ρ. θεούμαι] … Dictionary of Greek